- ορμίδιο
- τοβλ. ορμίδι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ορμίδι — και ορμίδιο ή αρμίδι, το 1. η ορμιά 2. ναυτ. τεμάχιο λεπτού και πολύ ελαφρού σχοινιού που το άκρο του εκτοξεύεται από το πλοίο στην ξηρά κατά τον χειρισμό πρόσδεσης με το κανονικό σχοινί, με το παλαμάρι 3. η ορμόνη 4. καλλωπιστικό ορχεοειδές φυτό … Dictionary of Greek